- αεροκύλινδρος
- ο τεχνολ.κύλινδρος μέσα στον οποίο μπορούν να πραγματοποιηθούν τα ακόλουθα: συμπίεση αέρα, αποθήκευση αέρα υπό πίεση ή κίνηση εμβόλου με πεπιεσμένο αέρα. Ο αεροκύλινδρος αποτελεί βασικό εξάρτημα τών μηχανών πεπιεσμένου αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.